- εργογράφος
- οσυσκευή για τη μέτρηση και τη μελέτη μυϊκής εργασίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εργόμετρο — το ο εργογράφος … Dictionary of Greek
κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… … Dictionary of Greek